λειπώδιν

λειπώδιν
λειπώδιν, -ινος, ἡ (Α)
(στο λεξ. Σούδα) (για γυναίκα τής οποίας έχει περάσει η εποχή τής τεκνογονίας) αυτή που έχει απαλλαγεί από τις ωδίνες τού τοκετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ- τού λείπω + -ώδιν (< ὠδίς, -ῖνος«πόνος τού τοκετού»), πρβλ. απειρ-ώδιν, ευ-ώδιν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”